- Αψβούργοι
- (Habsburg). Ευρωπαϊκή δυναστεία αλσατικής καταγωγής. Το όνομά της προέρχεται από το φρούριο Άμπζιχτσμπουργκ (Habsichtsburg), που έχτισε στις αρχές του 11ου αι. ο Βέρνερ, επίσκοπος του Στρασβούργου, στον ποταμό Άαρ, στα περίχωρα της Ζυρίχης. Οι Α. σταθεροποίησαν την εξουσία τους κατά την περίοδο της κατάκτησης της σουηβικής δυναστείας, με τον Ροδόλφο, ο οποίος, αφού απέκτησε το αυτοκρατορικό στέμμα και τον τίτλο του βασιλιά της Γερμανίας κατά το 1273, επεξέτεινε τις κτήσεις του με τα κληρονομικά φέουδα της Αυστρίας, της Στυρίας και της Καρνιόλης. Έπειτα από μερικά χρόνια, τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλβέρτος (1298-1308).
Την άνοδο των Α. εμπόδισαν μερικά οι Λούξεμπουργκ, που ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο με τον Ερρίκο Ζ’ (1308-1313), ο Λουδοβίκος του Βίτελσμπαχ, ο Βαυαρός αυτοκράτορας από το 1313 έως το 1357, και πάλι οι Λούξεμπουργκ που διατηρήθηκαν στον θρόνο της αυτοκρατορίας από το 1357 έως το 1437. Κατά την περίοδο της υπεροχής των Λούξεμπουργκ, για να επανορθώσουν την απώλεια των ελβετικών φέουδων που αποσπάστηκαν έπειτα από την εξέγερση των καντονιών Ούρι, Σβιτς και Ούντερβαλντεν (1315), οι Α. ενίσχυσαν τη θέση τους στις ανατολικές Άλπεις με την κατάκτηση της Καρινθίας και χωρίστηκαν έπειτα σε δύο δυναστικούς κλάδους με αντίστοιχη διανομή του εδάφους: τον αλβερτινό, που έσβησε το 1457 με τον Λαδίσλαο, τελευταίο γιο του Αλβέρτου Β’, και τον λεοπολδιανό, που το 1382 αφαίρεσε την Τεργέστη από τη Βενετία, αποκτώντας μια σημαντική διέξοδο στην Αδριατική. Με τον θάνατο του Σιγισμούνδου του Λούξεμπουργκ (1437), ο Αλβέρτος Ε’ των Α., που είχε νυμφευτεί την κόρη του Ελισάβετ, έγινε βασιλιάς της Γερμανίας και αυτοκράτορας, και από τη στιγμή εκείνη το αυτοκρατορικό στέμμα έμεινε στα χέρια των Α. έως το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (1806), εκτός από ένα μικρό διάλειμμα κατά τον 18o αι. Η ταύτιση της ισχύος της δυναστείας με την ισχύ της Αυστρίας πραγματοποιήθηκε πλήρως με τον Μαξιμιλιανό Α’ (1493-1519), ο οποίος εξασφάλισε επίσης στον αψβουργικό οίκο τη διαδοχή της Ισπανίας με τον γάμο του γιου τού Φιλίππου του Ωραίου με την Ιωάννα, κληρονόμο του Φερδινάνδου της Αραγονίας και της Ισαβέλλας της Καθολικής. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε (1500) ο Κάρολος Ε’, που ένωσε τις κτήσεις της Ισπανίας και της Αυστρίας σε μια ενιαία αυτοκρατορία αλλά τη στιγμή της παραίτησής του από τον θρόνο (1556) αναγκάστηκε να μοιράσει τις δύο κύριες εθνικές ομάδες, γερμανική και ισπανική, στον γιο του Φίλιππο Β’ και στον αδελφό του Φερδινάνδο. Οι Α. της Ισπανίας διατήρησαν μια υπεροχή μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. η οποία μειώθηκε πολύ τον 17o αι. και έσβησε με τον Κάρολο Β’, το 1700. Η ιστορία των Α. της Αυστρίας (που ονομάστηκαν οίκος Α. -Λορένης από τον γάμο της Μαρίας Θηρεσίας, 1711-1780, κληρονόμου του Καρόλου ΣΤ’ δυνάμει της Πραγματικής Κύρωσης, η οποία καθιέρωνε την αρχή της διαδοχής των γυναικών) ταυτίζεται με την ίδια την ιστορία της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Η ήττα της Αυστρίας, κατά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, σήμανε το τέλος της δυναστείας, την οποία είχαν πλήξει ήδη συμφορές και πένθη, όπως η εφήμερη μεξικανική αυτοκρατορία του Μαξιμιλιανού, αδελφού του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, ο οποίος εκτελέστηκε το 1867, η αυτοκτονία του διαδόχου Ροδόλφου στο Μάγερλινγκ (1889) και η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο (1914). Ο τελευταίος του βασιλικού οίκου των Α.-Λορένης, ο Κάρολος Α’, εξορίστηκε το 1918.
Από τους πλάγιους κλάδους, οι πιο φημισμένοι υπήρξαν ο κλάδος της Τοσκάνης, με τον Πέτρο-Λεοπόλδο (Λεοπόλδος Α’ της Τοσκάνης, 1765-1790, και αυτοκράτορας, με το όνομα Λεοπόλδος Β’, 1790-1792), τον Φερδινάνδο Γ’ (1790-1824) και τον Λεοπόλδο Β’, μεγάλο δούκα έως το 1859 (κλάδος που υπάρχει και σήμερα) και ο κλάδος της Μοντένα που προήλθε από τον γάμο του Φερδινάνδου, αδελφού του Λεοπόλδου Β’, με την τελευταία της οικογένειας των Έστε, τη Βεατρίκη, και συνεχίστηκε με τον Φραγκίσκο Δ’ και τον Φραγκίσκο Ε’, ο οποίος εκθρονίστηκε το 1859. Ο τελευταίος αυτός κλάδος έσβησε το 1875.
Ο Μαξιμιλιανός Β’ των Αψβούργων σε προσωπογραφία του Μόρο (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη).
Dictionary of Greek. 2013.